Ἱέρακα

Ἱέρακα
Ἵεραξ
masc acc sg
Ἱέραξ
masc acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἱέρακα — ἱέρᾱκα , ἱέραξ hawk masc acc sg ἱ̱έρακα , ἱεράζω serve as priest perf ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ιέρακα λιμάνι — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 20 μ., 77 κάτ.) στην πρώην επαρχία Επιδαύρου Λιμηράς του νομού Λακωνίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ζάρακα …   Dictionary of Greek

  • Ἱέρακ' — Ἱέρακα , Ἵεραξ masc acc sg Ἱέρακι , Ἵεραξ masc dat sg Ἱέρακε , Ἵεραξ masc nom/voc/acc dual Ἱέρακα , Ἱέραξ masc acc sg Ἱέρακι , Ἱέραξ masc dat sg Ἱέρακε , Ἱέραξ masc nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Gerakas — Infobox Greek Dimos name = Gerakas name local = Γέρακας image coa = periph = Attica prefec = East Attica province = population = 13921 population as of = 2001 population ref = [http://www.statistics.gr/gr tables/S1101 SAP 1 TB DC 01 03 Y.pdf… …   Wikipedia

  • ACCIPITER — apud Aegyptios venti fuit symbolum, teste Orô l. 2. c. 15. ob summam volatus eius celeritatem, quâ id imprimis accipittum genus, quod a palumbis necandis φαςςοφόνον vocatur, praestat, ut Porphyrius docet de abstinent. l. 3. Victoriae item, uti et …   Hofmann J. Lexicon universale

  • PSITTACUS — pluchritudinis inter aves primas tulit, a Statio, l. 2. Sylv. 4. Epicedio in Psittacum Melioris Atedii, ubi psittacum iungens Pavoni ac Phasiano ait, v. 25. Psittacus ille plagae viridis regnator Eoae, Quem non gemmata volucris Funonia caudâ… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • θραυσίπτερος — θραυσίπτερος, ον (Μ) αυτός που έχει φτερά τα οποία σπάζουν εύκολα («θραυσίπτερον ἱέρακα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < θραυσι (< θραύω), πρβλ. (βροντησι κέραυνος, τερψί μ βροτος) + πτερος (< πτερόν, πρβλ. ά πτερος, τανασί πτερος)] …   Dictionary of Greek

  • κωμασία — (κωμασία, ἡ (Α) [κωμάζω] (στην Αίγυπτο) θρησκευτική ή πανηγυρική πομπή κατά την οποία γινόταν περιφορά τών ειδώλων τών θεών («ἐν ταῑς καλουμέναις κωμασίαις, τῶν θεῶν χρυσᾱ ἀγάλματα, δύο μὲν κύνας, ἕνα δὲ ἱέρακα περιφέρουσι», Κλήμ. Αλ.) …   Dictionary of Greek

  • λιβεριανός — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Μαρτύρησε με αποκεφαλισμό στη Ρώμη, μαζί με τους Ευέλπιστο, Ιέρακα, Ιουστίνο τον φιλόσοφο, Παίωνα, Χαρίτωνα και τη Χαριτώ. Η μνήμη του τιμάται την 1η Ιουνίου. * * * ή, ό [Λιβερία] 1. αυτός που ανήκει ή… …   Dictionary of Greek

  • Βαρλαάμ ο Καλαβρός — (Σεμιναρία Καλαβρίας 1290; – Ιέρακας Καλαβρίας 1350;). Έλληνας θεολόγος και φιλόσοφος του Μεσαίωνα, πρόδρομος της Αναγέννησης. Σπούδασε και στη συνέχεια δίδαξε φιλοσοφία και μαθηματικές επιστήμες στην Κάτω Ιταλία, όπου νέος ακόμα απέκτησε φήμη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”